- εναυχένιος
- ἐναυχένιος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται ή προσαρμόζεται στον αυχένα ή γύρω από τον αυχένα («εναυχένιος βρόχος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναυχένιον — ἐναυχένιος in masc acc sg ἐναυχένιος in neut nom/voc/acc sg ἐναυχένιος in masc/fem acc sg ἐναυχένιος in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)